κομιδή

κομιδή
(I)
κομιδή, ἡ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.)
2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.)
3. τροφή
4. μεταφορά εφοδίων
5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περῖ τὴν Πελοπόννησον κομιδήν ἀδύνατον ἐσομένην», Θουκ.
β. «ἔχων τοὺς ἐπιλέκτους ἐφήδρευε τῇ τοῡ σίτου κομιδῇ περὶ τὴν Ἀργείαν», Πολ.)
6. μεταφορά
7. ιατρ. εξαγωγή («κομιδὴ ὀδόντων», Σωρ.)
8. σωτηρία, απελευθέρωση («τὸ πάλαι κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)
9. πληρωμή χρέους («οὐκ ἔνι τὴν κομιδὴν γεγενῆσθαι τούτων τῶν χρημάτων», Δημοσθ.)
10. μετάβαση ή ερχομός
11. ασφαλής επιστροφή («οὐτε τις κομιδὴ τὸ ὀπίσω φανήσεται», Ηρόδ.)
12. διαφυγή από θάνατο («μένων δ' ὁ θεῑος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. κομίζω].
————————
(II)
κομιδῇ (AM)
επίρρ. εντελώς, παντελώς («ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ κομιδῇ μικρά», Δημοσθ.)
αρχ.
1. ακριβώς («ἀλλ' ἐστίν... κομιδῇ μεσημβρία», Αριστοφ.)
2. φρ. (σε απαντήσεις) α) «κομιδῇ μὲν οὖν» — και πολύ μάλιστα
β) «κομιδῇ γε» — βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. κομιδῇ (τού τ. κομιδή) που χρησιμοποιούνταν ως επίρρ. (πρβλ. πεζῇ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομιδῇ — κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆ — κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδή — attendance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆι — κομιδῇ , κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ , κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαῖς — κομιδή attendance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαί — κομιδή attendance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆς — κομιδή attendance fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῇσιν — κομιδή attendance fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδήν — κομιδή attendance fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”